κλειτορίδα

κλειτορίδα
Μικρό όργανο, δεκτικό στύσης, στο πάνω μέρος του αιδοίου. Χαρακτηριστικό της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στο ανδρικό πέος. Η κατασκευή της είναι όμοια με εκείνη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και περιβάλλεται από την πτυχή των μικρών χειλιών, που σχηματίζει την πόσθη και τον χαλινό της κ. Ανάμεσα σε αυτήν και στο στόμιο της ουρήθρας υπάρχει τριγωνικός χώρος, ο πρόδρομος του αιδοίου.
* * *
η (Α κλειτορίς, -ίδος)
ανατ. μικρό στυτικό όργανο που βρίσκεται στο άνω μέρος τού γυναικείου αιδοίου
αρχ.
ονομασία λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, για μεταρρηματικό παρ. τού κλίνω που εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- τής ρίζας (πρβλ. κλει-τύς) και όχι για δάνεια λ., όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα. Σχηματισμένο κατά το σχήμα αλεκτορίς: αλέκτωρ, ακεστορίς: ακέστωρ, προϋποθέτει κάποιο ουσ. *κλείτωρ που θα είχε σημ. «λόφος» και μαρτυρείται ως τοπωνύμιο Κλείτωρ στην Αρκαδία. Η σημ. τού κλειτορίς είναι, επομένως, «εξόγκωμα, λοφίσκος». Κατ' άλλους συνδέεται με το κλείω.
ΠΑΡ. αρχ. κλειτοριάζω
νεοελλ.
κλειτοριδικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλειτορίδα — η μικρή σαρκώδης γλωσσίδα που εξέχει μέσα στο πάνω μέρος του γυναικείου αιδοίου και είναι επιδεκτική στύσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλειτορίδα — κλειτορίς clitoris fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειτοριδικός — ή, ό [κλειτορίδα] ο σχετικός με την κλειτορίδα …   Dictionary of Greek

  • C-Punkt — Klitoris (Glans Clitoris) Als die Klitoris (Fachterminus Clitoris, latinisiert von altgriechisch κλειτορίς, neugriechisch κλειτορίδα – „kleiner Hügel“, Plural: Klitorides) oder den Kitzler bezeichnet man ein vom Schwellkörpergewebe gebildetes… …   Deutsch Wikipedia

  • Clitoris — Klitoris (Glans Clitoris) Als die Klitoris (Fachterminus Clitoris, latinisiert von altgriechisch κλειτορίς, neugriechisch κλειτορίδα – „kleiner Hügel“, Plural: Klitorides) oder den Kitzler bezeichnet man ein vom Schwellkörpergewebe gebildetes… …   Deutsch Wikipedia

  • Klitoral — Klitoris (Glans Clitoris) Als die Klitoris (Fachterminus Clitoris, latinisiert von altgriechisch κλειτορίς, neugriechisch κλειτορίδα – „kleiner Hügel“, Plural: Klitorides) oder den Kitzler bezeichnet man ein vom Schwellkörpergewebe gebildetes… …   Deutsch Wikipedia

  • Klitoris — Vulva mit markierter Position der Klitoris. Links: Normalzustand, Rechts: mit auseinander gezogener Klitorisvorhaut 1) Klitorisvorhaut 2) Klitoriseichel (Glans clitoridis) Als die Klitoris (Fachterminus Clitoris, latinisiert von altgriechisch… …   Deutsch Wikipedia

  • αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …   Dictionary of Greek

  • αιδοιολειξία — η Ιατρ. η χρησιμοποίηση τών χειλιών και τής γλώσσας σε επαφή με το αιδοίο (κυρίως την κλειτορίδα) για την πρόκληση γενετήσιας διέγερσης ή ως εκδήλωσή της …   Dictionary of Greek

  • γαργάλι — το [γαργαλίζω] 1. η σκανδάλη τού όπλου 2. η κλειτορίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”